Προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου
Γνωμοδότηση
Ιωάννη Γ Παντελίδη δικηγόρου Ρόδου [ΑΜ 225] Ιερού Λόχου 14 τηλ.2241024271 φαξ 2241022680 e mail : pandelidisioannis@gmail.com
Ζητήθηκε η γνώμη μου για το ανακύψαν ζήτημα της νόμιμης δυνατότητας ή όχι λήψης δια φωτογραφίας των κτηματικών εγγραφών από το Κτηματολόγιο Ρόδου από δικηγόρους στο πλαίσιο κτηματολογικής έρευνας που διεξάγουν κατ’εντολή πελάτη τους .
Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό και προς παροχή δυνατότητας ελέγχου της ορθότητας της απάντησης μου κρίνω σκόπιμο και αναγκαίο να παραθέσω εισαγωγικά τις ακόλουθες κρίσιμες παρατηρήσεις που σαφώς θα διευκολύνουν αλλά και θα οριοθετήσουν το πνεύμα της απάντησης μου .
Ι ] Στην έννομη τάξη είναι σύνηθες φαινόμενο η συρροή νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν διαφορετικές εν μέρει τουλάχιστον [ άλλως δεν θα υπήρχε συρροή ] καταστάσεις του πραγματικού κόσμου . Στις περιπτώσεις αυτές προκειμένου να αποφευχθούν αντινομίες ή άστοχες ερμηνείες ή παρερμηνείες φρόνιμο είναι να έχει ο ερμηνευτής του δικαίου [ δικαστής ,δικηγόρος ,απλός πολίτης ] τους κανόνες – εκ της μεθοδολογίας του δικαίου – σύμφωνα με τους οποίους θα ανεύρει την ορθή ερμηνεία της εκάστοτε διάταξης .Ορθή ερμηνεία νοείται εκείνη που μη αποκλίνουσα στοιχειωδώς από την γραμματική [ οσάκις υπάρχει απόκλιση εξ αυτής τότε εισέρχονται περιορισμοί στην απόκλιση ] αποδίδει την θέληση του συντακτικού νομοθέτη για την προς ρύθμιση κατάσταση .Δηλαδή θα πρέπει ο ερμηνευτής να εκκινεί και να απομακρύνεται μόνο τόσο όσο επιτρέπεται ,από τον σκοπό της θέσπισης της προς ερμηνεία διάταξης .
Στις περιπτώσεις όπου μια διάταξη αναιρείται [ κατ αποτέλεσμα ερμηνείας ] από μια προηγούμενη τότε ασφαλώς ο νεότερος νόμος καταργεί τον προηγούμενο ή έστω τον τροποποιεί κατά το μέτρο και εύρος της δεύτερης νεώτερης διάταξης και εφόσον εννοείται συντρέχουν οι Συνταγματικές προϋποθέσεις για την κατάργηση / τροποποίηση νόμου .
Ετερο αλλά εξίσου σημαντικό νομικό εργαλείο για την ρύθμιση της ερμηνείας διάταξης ή συρροής διατάξεων από διαφορετικά νομοθετήματα είναι και η νομοθετική ιεράρχηση ισχύος των προς ερμηνεία διατάξεων . Επι παραδείγματι μια διάταξη αναγκαστικού δικαίου δεν δύναται να τροποποιηθεί από διάταξη κοινής ισχύος . Μια διάταξη Συνταγματικής ισχύος δεν δύναται να τροποποιηθεί με τυπικό νόμο . Αντίθετα και μάλλον αντίστροφά οι υποδεέστερες διατάξεις από πλευράς ισχύος πρέπει να ακολουθούν ,συμπληρώνουν τις υπέρτερες σε ισχύ διατάξεις εφόσον συρρέουν .
Ο Κτηματολογικός κανονισμός εισήχθη στην Ελληνική έννομη τάξη δυνάμει του ν.510/1947 [ άρθρο 8 παρ.2] αφού είχε πρωτογενώς ως προς την σύνταξη του θεσπισθεί από τους Ιταλούς με το Κυβερνητικό διάταγμα 132/1929 . Η εισαγωγή του στην Ελληνική επικράτεια έγινε για λόγους διατήρησης της ασφάλειας του δικαίου [ των εμπραγμάτων συναλλαγών ] ,της αποφυγής εκδήλωσης κοινωνικών εκρήξεων από μια ενδεχόμενη απότομη και άνευ μελέτης προσαρμογή [ οπισθοδρόμηση ] προς το σύστημα του Υποθηκοφυλακείου της υπόλοιπης Ελλάδος ,για λόγους εθνικής ασφάλειας . Μάλιστα ζητήματα που ανέκυψαν κατά την εφαρμογή του κτηματολογικού κανονισμού με συρρέουσες διατάξεις του Εθνικού νομοθέτη λύθηκαν με την εφαρμογή του κανονισμού ως τοπικού δικαίου που υπερισχύει μεν των κοινών διατάξεων του Εθνικού νομοθέτη ,υποχωρεί όμως εκεί όπου συγκρούεται με διατάξεις νόμων υπέρτερης ισχύος ή διατάξεις δημόσιας τάξης .
Το εύρος της ρύθμισης του κτηματολογικού κανονισμού προδιαγράφεται κυρίως στα πρώτα άρθρα του και αποτελεί ένα πλήρες σύστημα καταγραφής των εμπράγματων δικαιωμάτων γεωμετρικού τύπου .
Εκ παραλλήλου εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα όπου γίνεται γνήσια παραπομπή από τον κανονισμό είτε δεν ρυθμίζεται κάτι από αυτόν .
Το νομοθέτημα περί προσωπικών δεδομένων ,σαφώς νεώτερο κείμενο με εντελώς διαφορετικό σκοπό και ρυθμίσεις ,αποτελεί και αυτό [ αλλογενές ] δημιούργημα που εισήλθε δια νόμου στην Ελληνική επικράτεια . Σκοπός του η προστασία του υποκειμένου [ ανθρώπου ] από την αθέμιτη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων με την περαιτέρω διάκριση αυτών σε ευαίσθητα .
Ουσιαστικά δεν πρόκειται για ομοειδές κατά ρύθμιση νομοθετήματα που όμως σε ένα σημείο τους συντρέχει συρροή και αυτό εστιάζεται στην εισδοχή του νεώτερου νομοθετήματος στο παλαιότερο δια της ρύθμισης των προσωπικών δεδομένων .Αυτά νοούνται και τα καταγραφόμενα στις πράξεις που μεταγράφονται στα κτηματικά βιβλία και αφορούν το πρόσωπο του δικαιούχου ή υπόχρεού εμπράγματων δικαιωμάτων /αξιώσεων . Τούτο είναι το κοινό τους σημείο ,το στοιχείο δηλαδή που τυγχάνουν παράλληλης εφαρμογής .
Εξ αυτού προκλήθηκαν και τα ζητήματα του επιτρεπτού λήψης δια φωτογραφίας των αποτυπώσεων των κτηματικών βιβλίων .
Εισερχόμενος στην απάντηση του ερωτήματος λοιπόν παραθέτω τα ακόλουθα νομικά επιχειρήματα εξαγόμενα από τις αντίστοιχες διατάξεις.
Το κτηματολογικό βιβλίο εκ της φύσεως του επιτελεί τον τρόπο διαφύλαξης εξασφάλισης διατήρησης των εκάστοτε μεταγραπτέων πράξεων και δη εμπράγματων [ σχεδόν αποκλειστικά ] δικαιωμάτων .Τα δικαιώματα συνδέονται με πρόσωπα αφού μόνο εις αυτά παρέχεται δυνατότητα νομικής προσωπικότητας. Παραπέρα από τις κείμενες διατάξεις τόσο του Κτημ.Καν. όσο και του ΑΚ [ στον βαθμό που συνεφαρμόζεται ] τα κτηματικά βιβλία αποτελούν μορφή δημοσιότητας των εγγραφών του ,διότι ακριβώς εξασφαλίζουν την αλήθεια των επικαλούμενων από τον ιδιώτη / δημόσιο εμπράγματων δικαιωμάτων .[ άρθρο 79 Κτημ Καν]
Από την άλλη πλευρά η ρύθμιση του ν.2472/97 κατ’αρχήν απαγορεύει την διάδοση ,εν γένει επεξεργασία,των προσωπικών δεδομένων . Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι εκ της διατάξεως του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου γραμματικά εξάγεται το συμπέρασμα ότι το δικαίωμα το εμπράγματο ενός προσώπου συνιστά πληροφορία που υπάγεται στην προστασία του νόμου αυτού .
Προκειμένου λοιπόν να ευρεθεί η λύση μεταξύ των δύο αντικρουόμενων διατάξεων ,συνεπές και συνετό είναι να ανατρέξει κανείς στον εκάστοτε σκοπό του αντίστοιχου νομοθετήματος .
Προστασία των εμπράγματων συναλλαγών / ρύθμιση μεταγραφών από την μία και προστασία προσωπικών δεδομένων από την άλλη .
Είναι εμφανές ότι τα δύο νομοθετήματα και ασφαλώς η ευθύνη βαραίνει τον Έλληνα νομοθέτη ,αφού κατά τον χρόνο ένταξης στο Ελληνικό δίκαιο του Κτημ.Καν. δεν υπήρχε [ ούτε στα σπάργανα ακόμη ] η προστασία προσωπικών δεδομένων στην Αμερική και Ευρώπη . Αποτελούσε δηλαδή ευθύνη του Έλληνα νομοθέτη να ρυθμίσει εύστοχα ,έντεχνα νομικά τα δύο νομοθετήματα [ προφανώς δια κατάλληλων ρυθμίσεων του δεύτερου ] ώστε να αποφευχθεί η αντίκρουση στις επιμέρους διατάξεις .
Μια προσεκτικότερη όμως ματιά στην διάταξη των άρθρων 5 παρ.2 εδαφ.β ,7α παρ.1 εδαφ. ε λύνει το πρόβλημα κατά τον ακόλουθο τρόπο .
Η πρώτη διάταξη ρυθμίζει τις προϋποθέσεις επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων και ειδικότερα επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς την συγκατάθεση του υποκείμενου αν η αυτή [ επεξεργασία ] επιβάλλεται από τον νόμο . Εδώ ο νόμος που το επιτρέπει είναι αφενός η διάταξη του άρθρου 79 Κτημ.Καν [ πού όπως προαναφέρθηκε έχει ισχύ νόμου και κατά δεύτερο ισχύει και ως τοπικό δίκαιο ] αλλά και εκείνη του άρθρου 7α παρ.1 εδ.ε όπου ρητά προβλέπεται ότι η επεξεργασία δύναται να γίνει από δικηγόρο [ και άλλους αναφερόμενους επαγγελματίες ] υπό την προϋπόθεση τήρησης του απορρήτου . Σπεύδω αμέσως να τονίσω ότι η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου προβλέπεται πρωθύστερα από τον ίδιο τον Κώδικα περί δικηγόρων με ευρύτερη μάλιστα έκταση και πεδίο εφαρμογής .
Κατά πρώτο μερικότερο συμπέρασμα λοιπόν εξάγεται ότι η λήψη φωτοαντιγράφων των κτηματικών βιβλίων επιτρέπεται σε δικηγόρους για επιτέλεση της εργασίας των [ αποκλειστικά εννοείται και όχι για περαιτέρω έκδοση πιστοποιητικού ή χρήση εκτός του γραφείου του ] στο πλαίσιο εντολής από πελάτη του για διασφάλιση εμπράγματης συναλλαγής.
Δεν θα ήταν περιττό να τονιστεί ,αντίθετα θα ξεκαθάριζε αρκετά το θέμα ,ότι αντίθετη εκδοχή θα σήμαινε και απαγόρευση γνώσης των εγγραφών με ιδιόχειρο σημείωμα του δικηγόρου κατ’αντιγραφή των κτηματικών εγγραφών .Αν δηλαδή ήθελε κανείς να δώσει υπεροχή στην διάταξη περί προσωπικών δεδομένων ,σε σχέση με τον κτημ.καν. τότε αναπόδραστα θα κατέληγε στο άτοπο αλλά και Αβδηρίτικο συμπέρασμα ότι δεν επιτρέπεται η γνώση των κτηματικών βιβλίων σε οποιονδήποτε άλλον πλην του δικαιούχου .
Τα αντεπιχειρήματα που προβάλλονται περί προστασίας του δημοσιονομικού συμφέροντος του Δημοσίου [ επέχοντος θέση και υπεύθυνου επεξεργασίας ] από διαφυγή εσόδων από την μη χαρτοσήμανση των ληφθέντων δια ιδίων μηχανικών μέσων φωτογραφιών από τους δικηγόρους στο πλαίσιο εννοείται ελέγχου των κτηματικών βιβλίων ,δεν ευσταθεί για τον απλούστατο λόγο διότι δεν έχει εφαρμογή ,δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στο πλαίσιο αυτό . Ο δικηγόρος δεν εξάγει δια της μηχανικής αποτύπωσης τα δεδομένα προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει αλλού πλην του γραφείου του ,για την εκπλήρωση της εντολής που έλαβε από τον πελάτη του . Εννοείται ότι μια αντίθετη ενέργεια του δικηγόρου θα τον άφηνε εντελώς έκθετο σε πολλαπλούς κινδύνους ο μικρότερος των οποίων θα ήταν η εισφοροδιαφυγή .
Το βασικό επιχείρημα των προσωπικών δεδομένων όμως ,της πλευράς των αντιτιθέμενων στην λήψη φωτογραφιών από δικηγόρους ,δεν μπορεί να υπερισχύσει – πέραν των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω – και για τον εξής λόγο . Η διάταξη του άρθρου 7α [ απαλλαγή υποχρέωσης γνωστοποίησης και λήψης άδειας ] θα θεράπευε μεν την υποχρέωση του δημοσίου = Κτηματολογικού γραφείου να ενημερώσει την Αρχή Προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αφού θεωρείται ότι το Κτηματολογικό γραφείο παρέχει δημόσια υπηρεσία [ παρ.1 εδώ.α ] πλην όμως δεν απαλλάσσει τούτο [ κτηματολογικό γραφείο] της υποχρέωσης γνωστοποίησης της επεξεργασίας που λαμβάνει χώρα στο υποκείμενο .Δηλαδή με άλλα λόγια κάθε φορά που εκδίδεται πιστοποιητικό διεκδίκησης επί ακινήτου από τρίτον για προσαγωγή του στην δίκη ως αποδεικτικού κατάθεσης της αγωγής [ κτητικής παραγραφής ,άλλης εμπράγματης ] τότε το κτηματολόγιο οφείλει ούτως ή άλλως να γνωστοποιήσει την έκδοση του πιστοποιητικού στον δικαιούχο κτηματολογικά ,υποκείμενο επεξεργασίας . Πράγμα πού ούτε γίνεται ούτε άλλωστε μπορεί να εφαρμοστεί ,άνευ τηρήσεως της πρόβλεψης του ίδιου του ν.2472/1997 και δη του άρθρου 5 παρ.3 όπου ρητά [ αλλά αρρύθμιστα εισέτι από τον Έλληνα νομοθέτη ] .Δηλαδή θα έπρεπε να είχε εκδοθεί κανονισμός για την επεξεργασία ακριβώς τέτοιων περιπτώσεων αφού στον νόμο αυτό υπάρχει περιθώριο για ευθεία κατάρτιση κανονισμού .Εν ολίγοις ευρισκόμαστε ενώπιον μιας αρρύθμιστης στην πληρότητα της κατάστασης που λέγεται κενό νόμου . Κενό που ενώ μπορεί εύκολα να πληρωθεί εντούτοις δεν έχει ακόμη ρυθμιστεί .
Αξίζει να αναφερθεί και η περίπτωση όπου ο εντολέας του δικηγόρου είναι και το υποκείμενο επεξεργασίας .Εις την περίπτωση αυτή δεν νοείται να απαγορεύεται η λήψη φωτογραφίας [ λήψη γνώσης των κτηματικών βιβλίων ] υπο την κάλυψη της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Τέλος δεν αποτελεί υπαινιγμό του γράφοντος προς τους αρμόδιους το ότι η αιτιολογία του Αξιότιμου κ.Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου [ Αριθ, Γνωμ.9083/7.12.2016] για την μη λήψη υπόψη φωτογραφιών από τα κτηματολογικά βιβλία αφού κατ’αυτόν εγκυμονεί κινδύνους αλλοιώσεων αυτών , είναι αλυσιτελής αφού η εισήλθαν και ενεγράφησαν στα κτηματικά βιβλία πλαστές αποφάσεις απόδοσης δημοσίων κτημάτων ,κατά προφανή έλλειψη στοιχειώδους ελέγχου των οργάνων του Κτημ.Γραγείου .
Ητοι ο κίνδυνος αλλοίωσης δεν επέρχεται απ΄ ότι εξάγεται αλλά απ’ ότι εισάγεται στο κτηματολογικό γραφείο .
Δεύτερο συμπέρασμα που πρέπει να καταγραφεί είναι ότι η ανάγκη διασφάλισης του δημοσιονομικού συμφέροντος του δημοσίου δεν επιτρέπεται να φθάνει στο σημείο παρερμηνείας των κείμενων διατάξεων ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή ενεργών ,ωφέλιμων ,ουσιαστικών νόμων που κατ’ αποτέλεσμα βλάπτουν το ίδιο το επικαλούμενο συμφέρον του δημοσίου για διενέργεια ασφαλών ,επωφελών για το δημόσιο συναλλαγών.
Συνεπώς κατά την άποψη μου ούτως πρέπει να επιλύονται τα θέματα που προαναφέρθηκαν αποφεύγοντας περιττές ερμηνείες [ που δεν τυγχάνουν εφαρμογής ] ακολουθώντας την λογική αλλά και συνάμα την μεθοδολογία του δικαίου που συνιστά θεμέλιο του σχηματισμού νομικής σκέψης .
Ρόδος 14 Μάιου 2017
Ο γνωματεύσας δικηγόρος
Ιωάννης Γ Παντελίδης
Δικηγόρος Ρόδου